- προφάτας
- ὁ, Αβλ. προφήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφάτας — προφά̱τᾱς , προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc acc pl (doric) προφά̱τᾱς , προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek